αποφθορα

αποφθορα
    ἀποφθορά
    ἀπο-φθορά
    ἥ уничтожение, гибель
    

(σπέρματος Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αποφθορα" в других словарях:

  • αποφθορά — ἀποφθορά, η (Α) 1. πλήρης καταστροφή 2. άμβλωση, αποβολή …   Dictionary of Greek

  • ἀποφθορᾷ — ἀποφθορά abortion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφθοράν — ἀποφθορά̱ν , ἀποφθορά abortion fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφθοράς — ἀποφθορά̱ς , ἀποφθορά abortion fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφθορᾶς — ἀποφθορά abortion fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφθορῆς — ἀποφθορά abortion fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»